- μεριάζω
- 1. μετ. подвигать, отодвигать, отстранить;
μεριάζω την καρέκλα — отодвигать стул;
2. αμετ. отодвигаться, отстраняться; отходить
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεριάζω την καρέκλα — отодвигать стул;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεριάζω — μεριάζω, μέριασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
μεριάζω — [μεριά] 1. παραμερίζω, μετακινούμαι, υποχωρώ από τον τόπο μου («μέριασε, βράχε, να διαβώ», Βαλαωρ.) 2. μετακινώ, απομακρύνω, παραμερίζω κάτι … Dictionary of Greek
μεριάζω — μέριασα, μεριασμένος, παραμερίζω, υποχωρώ: Μέριασε, βράχε, να διαβώ (Αρ. Βαλαωρίτης) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)